- πλευμορρωγής
- -ές, Ααυτός που παρουσιάζει ρήξη τών πνευμόνων.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλεύμων + -ρρωγής (πρβλ. ἔ-ρρωγ-α, παρακμ. τού ῥήγνυμι «σπάζω»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλευμορρωγέες — πλευμορρωγής with a rent in the lungs masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)